- περιοικίδες
- περιοικίςdwellingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NOMUS — I. NOMUS Praefectura, sive conventus iuridicus apud Aegyptios. Aegyptum enim divisit Sesoosis, sive Sesostris in Nomos triginta sex, quorum 10. Thebaidi, 10. τῷ Delta, et reliqui 16. regionibus intermediis attributi. Singulis Nomis praefecti… … Hofmann J. Lexicon universale
περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… … Dictionary of Greek
περιοικίς — ίδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», Θουκ. β) «τὰς περιοικίδας κώμας», Πολ.) 2. ως ουσ. α) η περιοχή γύρω από πόλη, τα περίχωρα («καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», Θουκ.) β) πόλη κατοικούμενη από… … Dictionary of Greek